δηλητηρ

δηλητηρ
    δηλητήρ
    -ῆρος ὅ разрушитель, губитель Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δηλητηρ" в других словарях:

  • δηλητήρ — δηλητήρ, ο (AM) [δηλέομαι (Ι)] ο καταστροφέας, αυτός που προξενεί φθορά …   Dictionary of Greek

  • δηλητῆρας — δηλητήρ a destroyer masc acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητήρων — δηλητήρ a destroyer masc gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • deletéreo — (Del gr. deleterios, nocivo < deleomai, herir, destruir.) ► adjetivo Que es venenoso o mortífero: ■ fueron ingresados por inhalar un gas deletéreo. SINÓNIMO mortal * * * deletéreo, a (del gr. «dēlētḗrios»; científ.) 1 adj. Aplicado… …   Enciclopedia Universal

  • δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • deletéreo — deletéreo, a (Del gr. δηλητήριος, de δηλητήρ, destructor). adj. Mortífero, venenoso. U. t. en sent. fig.) …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»